Σχόλια πάνω στο άρθρο: Ερμής Τρισμέγιστος και η έλευση του Χριστού
Ένας παιδικός μου φίλος μου έστειλε ένα άρθρο που μάλλον κατέβασε από ορθόδοξη απολογητική σελίδα. Απ’ ότι κατάλαβα ο στόχος του ήταν να με ερεθίσει και να πω την γνώμη μου.
Τσίμπησα…
ΕΡΜΗΣ ΤΡΙΣΜΕΓΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.
1. Ερμής Τρισμέγιστος και ερμητικά κείμενα.
Με την άνοδο του νεοπαγανισμού στην χώρα μας, παρατηρείται προσπάθεια συμβιβασμού Χριστιανισμού και ειδωλολατρίας από της μετριοπαθέστερες πτέρυγες των δευτέρων. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, προβάλλεται ο ισχυρισμός, ότι η ύπαρξη Υιού και Λόγου του Θεού ήταν γνωστή στους αρχαίους και συγκεκριμένα από τον Ερμή τον επιλεγόμενο Τρισμέγιστο και ότι ο ερχομός του Χριστού προφητεύθηκε από αυτόν. Στο παρόν θ’ ασχοληθούμε με τον ισχυρισμό αυτό για να δούμε αν πράγματι ο Υιός και Λόγος του Θεού ήταν γνωστός στους αρχαίους Έλληνες, πριν ο ίδιος σαρκωθεί και αποκαλύψει τον εαυτό Του.
Ο Ερμής ο Τρισμέγιστος είναι ένα μυθικό πρόσωπο, συγκριτιστικό παράγωγο των ελληνιστικών χρόνων. Πρόκειται για κράμα του μυθικού ελληνικού Ερμή και του αιγυπτιακού Θωθ. Ο Θωθ ήταν σεληνιακή θεότητα και η λατρεία του περιλάμβανε την μαγεία, όπως και του Ερμή. Γι’ αυτό και κατά την ελληνιστική περίοδο στην Αίγυπτο, οι Έλληνες τον ταύτισαν με τον Ερμή[1].
Κοίτα φίλε μου πράγματα: Τα ίδια ακριβώς λέγουν και οι μυθιστές για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Ότι είναι ένα μυθικό πρόσωπο, συγκριτιστικό παράγωγο των χρόνων του συγκριτισμού. Και ότι πρόκειται για κράμα σειράς μυθικών προσωπικοτήτων όπως του Μίθρα, του Άδωνη, του Ηρακλή, του Απολλώνιου Τυανέα αλλά και του Ιούλιου Καίσαρα.
Στον Ερμή τον Τρισμέγιστο αποδίδονται ψευδώς μια σειρά κειμένων θεωρητικής και πρακτικής μαγείας, τα οποία απαρτίζουν μαζί με συλλογή διάσπαρτων αποσπασμάτων το λεγόμενο ερμητικό corpus. Λέμε ψευδώς, διότι απλούστατα ο Ερμής ο Τρισμέγιστος είναι μυθικό και όχι πραγματικό πρόσωπο. Τα κείμενα δηλαδή είναι ψευδεπίγραφα.
Ψευδεπίγραφα κείμενα; Μα έτσι το σύνολο της Καινής διαθήκης αλλά και της Παλιάς είναι ψευδεπίγραφο. Κανένα από τα βιβλία που αποδίδονται σε κάποιον συγγραφέα δεν γράφτηκε απ΄αυτόν. Η καινή διαθήκη ξαναγράφτηκε από τον επίσκοπο Ευσέβιο Καισαρίας κατόπιν εντολής του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Όσο για την παλιά διαθήκη και μάλιστα την Πεντάτευχο δεν φαίνεται να έχει γραφτεί πριν το 305 πκη. Ο ίδιος ο Μωυσής υπάρχει σαν μυθική φιγούρα από την πρώιμη εποχή του χαλκού στην Μεσοποταμία.
Τα ερμητικά κείμενα αποτελούν την θεωρητική βάση του Ερμητισμού. Ο Ερμητισμός είναι ένα μεταφυσικό και όχι θρησκευτικό ή φιλοσοφικό σύστημα. Αποτελεί την κατάπτωση του συγκερασμού της ενοποίησης των πρακτικών της αρχαίας αιγυπτιακής μυστηριακής λατρείας και της ελληνιστικής μαγείας, που κατέληξε σε συστηματοποίηση των μαντικών, αστρολογικών και αλχημιστικών τεχνικών. Σε αυτά εισήχθηκαν ιουδαϊκά στοιχεία, λόγω της πολυπληθούς ιουδαϊκής κοινότητας της Αιγύπτου και μετά την διάδοση του Χριστιανισμού, δάνεια από τον νεοπλατωνισμό.
Η θρησκεία είναι ένα εργαλείο άσκησης εξουσίας. Ως τέτοιο καλείται να δώσει απαντήσεις. Κυρίως απαντήσεις που σχετίζονται με την ζωή μετά τον θάνατο. Ο θάνατος και ότι μπορεί να συμβεί μετά απ΄ αυτόν είναι από μόνο του ένα θέμα για το οποίο ο άνθρωπος δεν θα πάρει ποτέ απαντήσεις. Το ξέρει, γι αυτό δίνει στον εαυτό του χώρο στο μη λογικό. Μυήσεις και μυστηριακές λατρείες και τελετές. Αυτό το κάνουν και οι θρησκείες. Με τρόπο πειθαρχημένο και μετρημένο φυσικά. Ο ορθόδοξος Χριστιανισμός έχει μυστήρια. Και ο καθολικισμός το ίδιο. Ακόμη και κάποιοι προτεστάντες υπέκυψαν στον πειρασμό να τα υιοθετήσουν. Υπάρχουν ακόμη εξορκισμοί, ευχές κατά της βασκανίας και γύρευε τι άλλο που ο σχολιαστής, ως άθεος, δεν μπορεί να γνωρίζει με λεπτομέρεια. Ένα κομμάτι της κάθε θρησκείας είναι μοιραία ενσωμάτωση τέτοιων πρακτικών. Από αυτές οι περισσότερες είναι πατέντες προηγούμενων θρησκειών και κινημάτων άλλες πάλι είναι δικές τους εφευρέσεις που εμπλουτίζουν την πολιτιστική μας κληρονομιά. Οι διαχωριστικές γραμμές λοιπόν μεταξύ ενός μεταφυσικού συστήματος και μιας θρησκείας είναι λεπτές και αχνές, εκτός από μία: Ότι η θρησκεία είναι αποκλειστικά εργαλείο άσκησης διοίκησης.
Πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι εφόσον επρόκειτο για μυστηριακή λατρεία, η ερμητική γνώση ήταν μυστική. Αποτελούσε αντικείμενο μύησης. Μόνο στην ύστερη αρχαιότητα έχουμε συγγραφή κειμένων, όταν πια το ερμητικό σύστημα είχε δεχθεί όλες τις αναφερθείσες επιδράσεις. Παρότι, το corpus θεωρείται ότι διατηρεί παλαιότερη παράδοση, ωστόσο η εικόνα που φτάνει σε μας για τον ερμητισμό είναι οριστική και τελική.
Από την εποχή της μεταφοράς των κειμένων στη Δύση πιστεύονταν ότι πρόκειται για προγενέστερα του Χριστιανισμού κείμενα. Ωστόσο, ο πρώτος εκδότης τους Ισαάκ Causabon, ένας Ελβετός φιλόλογος, προχώρησε σε γλωσσολογική ανάλυση και κατέληξε ότι δεν είναι προγενέστερα του 200 μ.Χ. Άλλες εκτιμήσεις τα τοποθετούν μεταξύ του Β’-Ε’ αι. Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό ότι τα κείμενα, ως μεταγενέστερα του Χριστιανισμού, δεν μπορούν να στηρίξουν ισχυρισμό για την αναγνώριση του Υιού και Λόγου του Θεού από τους αρχαίους, πολύ δε περισσότερο για προφητεία της Ενσάρκωσής του. Αμέσως παρακάτω θα δούμε πως προέκυψε ο ασύστατος αυτός ισχυρισμός.
Συγγνώμη. αλλά τότε δεν γράφτηκαν και τα χριστιανικά κείμενα;
2. Ο Λόγος στα ερμητικά κείμενα.
Από τους Χριστιανούς απολογητές του Γ’ αι. ο Λακτάντιος πρώτος και μοναδικός, επικαλέστηκε τα ερμητικά κείμενα για να δείξει στο ειδωλολατρικό περιβάλλον της εποχής του ότι η παγανιστική σοφία μπορούσε να συμμαχήσει με τον Χριστιανισμό. Ο Λακτάντιος (240-320) ήταν Χριστιανός Λατίνος συγγραφέας στην Βόρεια Αφρική και στο έργο του Divinae Institutiones προσπάθησε ν’ απολογηθεί υπέρ του Χριστιανισμού απέναντι στους φιλοσόφους. Η προσπάθειά του ήταν ανεπιτυχής, το έργο κρίθηκε αιρετικό και απαξιώθηκε. Επανήλθε σε χρήση κατά την Αναγέννηση στη Δύση, την ίδια εποχή με τα ερμητικά κείμενα.
Ο Λακτάντιος αναγνώριζε τον Ερμή τον Τρισμέγιστο ως πραγματικό πρόσωπο, αναγνωρίζοντας και ταυτίζοντάς αυτόν με τον πέμπτο Ερμή του Κικέρωνα. Σύμφωνα με τον Κικέρωνα, ο πέμπτος Ερμής ήταν αυτός που έδωσε τα γράμματα και τους νόμους στους Αιγύπτιος. Ο Λακτάντιος έγραψε ότι, «αν και ήταν άνθρωπος, ωστόσο ήταν αρχαιότατος, και προικισμένος με κάθε είδους μάθησης, ώστε η γνώση πολλών πραγμάτων και τεχνών του απέδωσε τον τίτλο του Τρισμέγιστου. Έγραψε βιβλία πολλά σε αριθμό, σχετικά με τη γνώση των θείων θεμάτων, στα οποία επιβεβαιώνει το μεγαλείο του ανώτατου και μοναδικού Θεού, και αναφέρεται σε αυτόν με τα ίδια ονόματα που χρησιμοποιούμε κι εμείς – Θεός και Πατέρας[2]»
Ο Λακτάντιος αγνοώντας τα σχετικά με τον Ερμή και έχοντας πιστέψει τις πληροφορίες που παρείχε το αφρικανικό περιβάλλον γι’ αυτόν, νόμιζε ότι ο Ερμής ήταν υπαρκτό πρόσωπο και μάλιστα αρχαιότερο από τον Πλάτωνα και τον Πυθαγόρα[3].
Διαβάζοντας ένα από τα ερμητικά κείμενα, το επιλεγόμενο Ασκληπιός, είδε να αναφέρεται ο δημιουργός, ως Υιός του Θεού. Πίστεψε, λοιπόν, ότι λόγω της νομιζόμενης αρχαιότητας του έργου, βρήκε το απόλυτο επιχείρημα για την αντιπαράθεση με τους εθνικούς φιλοσόφους. Παρέθεσε το απόσπασμα στο έργο του και μάλιστα στα ελληνικά. Είναι το μοναδικό απόσπασμα που σώθηκε στα ελληνικά, δεδομένου ότι ο Ασκληπιός έχει σωθεί μόνο σε λατινική μετάφραση. Γράφει λοιπόν,
«Ο Ερμής στο
βιβλίο του που τιτλοφορείται Τέλειος Λόγος, χρησιμοποιεί τα εξής λόγια,
ὁ Κύριος καί τῶν πάντων ποιητής, ὅν
Θεόν καλεῖν νενομίκαμεν, ἐπεί τόν δεύτερον ἐποίησε θεόν ὁρατόν καί αἰσθητόν˙
αἰσθητόν δέ φημι οὐ διά τό αἰσθέσθαι αὐτόν, περί γάρ τούτο οὐκ ἔστι πότερον
αὐτός αἴσθοιτο, ἀλλ’ ὅτι εἰς αἴσθησιν ὑποπέμπει (οι εκδότες εδώ δέχονται ότι
πρέπει να διορθωθεί σε ὑποπίπτει) καί εἰς νοῦν. Ἐπεί τοῦτον ἐποίησε πρῶτον, καί
μόνον, καί ένα, καλός δέ αὐτῷ ἐφάνη, καί πληρέστατος καί πάντων τῶν ἀγαθῶν
ἡγίασέ τε καί πάνυ ἐφίλησεν ὡς ἵδιον τόκον[4]».
Είναι ενδιαφέρων ο τρόπος με τον οποίον ανασκευάζεται ο Λακτάντιος. Έχει όλα τα στοιχεία που χρησιμοποιούν τα Μυθικιστικά ρεύματα της εποχής μας προκειμένου να ανασκευάσουν τις αντιλήψεις περί Ιστορικότητος του Ιησού Χριστού. Τελικά έχουμε να μάθουμε πολλά ο ένας από τον άλλον.
Εν πάση περιπτώσει όμως ο Δημιουργός είναι ένα ιδεατό σχήμα το οποίο επεξεργάστηκαν οι Γνωστικοί. Δεν υπέχει την θέση και την σημασία του Χριστιανικού (mainstream) Θεού. Για παραπάνω μπορεί κανείς να απευθυνθεί στην Γνωστική φιλολογία ή το …matrix!
Είναι απορίας άξιο το ότι σε ένα τόσο μικρό απόσπασμα μπορούν και συνυπάρχουν τρεις αιρέσεις. Στην φράση «Ἐπεί τοῦτον ἐποίησε πρῶτον, καί μόνον, καί ένα» βλέπουμε την κεντρική ιδέα του Αρειανισμού, ότι δηλ. ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι κτίσμα. Στην φράση «περί γάρ τούτο οὐκ ἔστι πότερον αὐτός αἴσθοιτο, ἀλλ’ ὅτι εἰς αἴσθησιν ὑποπέμπει» βρίσκουμε τον γνωστικό δοκητισμό, ότι δηλαδή ο Χριστός δεν σαρκώθηκε πραγματικά, αλλά φαινομενικά, κατά δόκησιν. Ερμηνευτικά διφορούμενη είναι η φράση «ὡς ἵδιον τόκον», η οποία μπορεί να σημαίνει είτε ότι Θεός αγάπησε «τον δεύτερον» ως δικό του «τόκο» επειδή ήταν, είτε μπορεί να σημαίνει ότι τον αγάπησε ως τέτοιο αν και δεν ήταν. Επιδέχεται και τις δύο ερμηνείες, ωστόσο το ότι ήδη έχει αναφερθεί σε αυτόν ως ποίημα του Θεού πρώτο, η δεύτερη ερμηνεία φαίνεται ότι είναι η σωστή. Έχουμε δηλαδή την μοναρχιανική αίρεση του Υιοθετισμού. Και οι τρεις αυτές αιρέσεις εμφανίστηκαν και αναπτύχθηκαν στις περιοχές που είχαν δεχθεί την επίδραση του ερμητισμού. Αξίζει να ερευνηθεί αν για παράδειγμα ο Αρείος γνώριζε τον ερμητισμό και επηρεάστηκε από αυτόν για την ανάπτυξη της αιρετικής θεολογίας του. Ως προς τον γνωστικισμό, γίνεται δεκτό ότι επέδρασε επί του ερμητισμού.
Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι ο Λόγος, όπως εμφανίζεται στην ερμητική φιλολογία, δεν είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, συναΐδιος και συνάναρχος με τον Πατέρα. Πρόκειται για κτίσμα, το πρώτο και μοναδικό, για το οποίο αν είχαμε περισσότερα στοιχεία ίσως να μπορούσαμε να το αναγνωρίσουμε ως την «πρωτόκτιστη σοφία», το αριστοτελικό «είδος», την πλατωνική «ιδέα» που ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς δέχεται ως Λόγο. Από το παραπάνω απόσπασμα δεν προκύπτουν τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά που θα επέτρεπαν την ταύτιση. Ο Λόγος, όμως αναφέρεται και σε άλλο κείμενο της ερμητικής παράδοσης, τον Ποιμάνδρη. Στο έργο αυτό ο Ερμής ο Τρισμέγιστος έρχεται σε έκσταση και βλέπει τον «Νου της αυθεντίας», τον Ποιμάνδρη, ο οποίος και του φανερώνει τον τρόπο της δημιουργίας. Ο Ερμής αντικρίζει την πρωταρχική ύλη, την οποία περιγράφει ως εξής: «καὶ μετ' ὀλίγον σκότος κατωφερὲς ἦν, ἐν μέρει γεγενημένον, φοβερόν τε καὶ στυγνόν, σκολιῶς ἐσπειραμένον, ὡς <ὄφει> εἰκάσαι με· εἶτα μεταβαλλόμενον τὸ σκότος εἰς ὑγρᾶν τινα φύσιν, ἀφάτως τεταραγμένην καὶ καπνὸν ἀποδιδοῦσαν, ὡς ἀπὸ πυρός, καί τινα ἦχον ἀποτελοῦσαν ἀνεκλάλητον γοώδη·»
Εδώ φαίνεται ότι η κατάσταση πριν την δημιουργία είναι η χαοτική και σκοτεινή της μωσαϊκής πεντατεύχου, εκ της οποίας ξεπηδά η υγρή φύση, και όχι η φιλοσοφική προϋπάρχουσα ύλη. Στην συνέχεια ο Λόγος επεμβαίνει ως δημιουργικός παράγοντας, ως αρχετυπικό είδος:
«ταῦτα δὲ ἐγὼ διενοήθην ὁρῶν διὰ τὸν τοῦ Ποιμάνδρου λόγον. ὡς δὲ ἐν ἐκπλήξει μου ὄντος, φησὶ πάλιν ἐμοί, Εἶδες ἐν τῷ νῷ τὸ ἀρχέτυπον εἶδος, τὸ προάρχον τῆς ἀρχῆς τῆς ἀπεράντου· ταῦτα ὁ Ποιμάνδρης ἐμοί.»
Στον Ποιμάνδρη, λοιπόν, ο Λόγος δεν είναι πραγματικά δημιουργός, αλλά χρησιμοποιείται ως μοντέλο για την δημιουργία των στοιχείων επειδή είναι το πρώτο αρχέτυπο και περιέχει εν εαυτώ όλα τα αρχέτυπα: «Τὰ οὖν, ἐγώ φημι, στοιχεῖα τῆς φύσεως πόθεν ὑπέστη; – πάλιν ἐκεῖνος πρὸς ταῦτα, ᾿Εκ βουλῆς θεοῦ, ἥτις λαβοῦσα τὸν Λόγον καὶ ἰδοῦσα τὸν καλὸν κόσμον ἐμιμήσατο, κοσμοποιηθεῖσα διὰ τῶν ἑαυτῆς στοιχείων καὶ γεννημάτων ψυχῶν».
Αυτός είναι ο τρόπος της δημιουργίας κατά τον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα, ο οποίος προσπάθησε να συνδυάσει την ιουδαϊκή παράδοση με την φιλοσοφική σκέψη. Αυτός είναι ο Λόγος του Φίλωνα.
Ο Λακτάντιος, λοιπόν, θεωρούσε ότι ο Ερμής ήταν εθνικός προφήτης. Στην άποψη αυτή αντιτίθεται ο Άγιος Αυγουστίνος. Αυτός θεωρούσε ότι ο Ερμής δεν ήταν τίποτα περισσότερο από έναν ειδωλολάτρη, ο οποίος μάλιστα παρείχε μέσα από τα βιβλία του την μαγική τεχνική του εγκλεισμού δαιμόνων μέσα στα αγάλματα, ώστε να τα κάνει να μιλούν. Αυτή η τεχνική ήταν ευρεία διαδεδομένη στην Αίγυπτο και ο Άγιος Αυγουστίνος βρήκε το σχετικό ξόρκι στον Ασκληπιό[5].
3. Η ερμητική παράδοση κατά την Αναγέννηση.
Η αναγέννηση της ερμητικής παράδοσης ξεκινά τα χρόνια της Αναγέννησης. Με την πτώση της Κωνσταντινούπολης ξεκινά η καπηλεία της αρχαίας κληρονομίας από τους δυτικούς. Την εποχή εκείνη δεν έχουμε την αρχαιοκαπηλεία με την σημερινή της μορφή. Οι δυτικοί πράκτορες αναζητούσαν χειρόγραφα κείμενα κυρίως στις βιβλιοθήκες των μοναστηριών.
H αρχαιοκαπηλία, όπως τουλάχιστον περιγράφεται στο άρθρο, δεν είναι παρά η ανάδευση και αναδιατύπωση των συμβολικών περιεχομένων του ανθρώπινου πολιτισμού. Συνέβη ελάχιστες φορές στην ανθρώπινη ιστορία. Μια απ’ αυτές είναι και η Αναγέννηση. Η ερμητική παράδοση μάλλον απετέλεσε μια δεξαμενή συμβόλων με τα οποία εμπλουτίστηκε ο μεσαιωνικός χριστιανισμός. Εκείνο που δεν μπορώ να γνωρίζω είναι πόσο επηρεάστηκε ο Ερμητισμός από τα αρχαία κείμενα του Γνωστικισμού αντίγραφα των οποίων βρέθηκαν στο Χηνοβοσκείον (Nag Hammadi) to 1945. Πεδίον δόξης λαμπρόν για τους μελετητές τώρα και για αρκετά χρόνια ακόμη.
Ένας τέτοιος πράκτορας, ο μοναχός Leonardo de Candia Pistoia, έφερε στον προϊστάμενό του Cosimo των Μεδίκων[6] το 1460, ένα χειρόγραφο το οποίο περιείχε τις δεκατέσσερις από τις δεκαπέντε πραγματείες που αποτελούν σήμερα το ερμητικό corpus[7]. Την εποχή εκείνη ο Cosimo degli Medici απασχολούσε τον Marsilio Ficino, έναν σημαντικό ουμανιστή της ιταλικής αναγέννησης, ακαδημαϊκό και αστρολόγο. Στην υπηρεσία του Cosimo ο Ficino είχε ξεκινήσει την μετάφραση στα λατινικά των έργων του Πλάτωνα. Ωστόσο το 1463 ο Cosimo τον διέταξε να σταματήσει την μετάφραση των πλατωνικών κειμένων και να ξεκινήσει άμεσα την μετάφραση των ερμητικών. Η επιθυμία του πάτρωνα ήταν να διαβάσει τα ερμητικά πριν πεθάνει, προκρίνοντας αυτά των πλατωνικών. Η μετάφρασή τους κράτησε μερικούς μήνες και ολοκληρώθηκε πριν το 1464, έτος θανάτου του Cosimo.
Ο ενθουσιασμός του Cosimo για την απόκτηση των ερμητικών έργων καθώς και η προτεραιότητα που έδωσε στην μετάφρασή τους δεν είναι αδικαιολόγητα θέματα. Ερμητική παράδοση εντοπίζεται και στον Μεσαίωνα στη Δύση, ωστόσο η διερεύνησή της θα είναι αντικείμενο άλλης μελέτης. Ο Ficino ονόμασε την λατινική μετάφραση του έργου Ποιμάνδρης, από την πρώτη πραγματεία. Η μετάφραση γνώρισε τεράστια διάδοση κατά την Αναγέννηση και εκδόθηκε για πρώτη φορά (edition princeps) το 1471 με τον τίτλο De potestate et sapientia Dei.
Η επίδραση του ερμητισμού στον τρόπο του φιλοσοφείν του Ficino πέρασε στον μαθητή του Giovanni Pico della Mirandola (1463-1494). Το έργο του De hominis dignitate ήταν ένα συνονθύλευμα νεοπλατωνισμού, ερμητισμού και καββαλιστικής παράδοσης. Θεωρείται το «Μανιφέστο της Αναγέννησης». Αυτά τα παρουσιάζουμε για να καταλάβει ο αναγνώστης το στίγμα μιας εποχής που προβάλλεται ότι αντικατέστησε τον «σκοταδιστικό» Μεσαίωνα.
Επανερχόμενοι στον Ficino, βλέπουμε ότι με την αναβίωση του ερμητισμού έχουμε και την αναβίωση της άποψης περί του Ερμή του Τρισμέγιστου ως προφήτη του Χριστιανισμού, την οποία είχε προτείνει ο Λακτάντιος. Και όχι μόνο. Ο Marsilio Ficino ήταν μαθητής του Ιωάννη Αργυρόπουλου. Αυτός με την σειρά του ήταν μαθητής του Γεώργιου Πλήθωνα Γεμιστού. Ο Γεμιστός αναγνώριζε ως αρχαίο θεολόγο (prismus theologus) τον Ζωροάστρη εξαιτίας της ζωροαστρικής μόρφωσής του. Ο Ficino γνώρισε τον Γεμιστό στην σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας, είχε εντυπωσιαστεί από αυτόν, γι’ αυτό και μαθήτευσε στον Αργυρόπουλο. Ακολουθώντας το παράδειγμά του μίλησε και αυτός για μια αρχαία θεολογία (prisca theologia), μόνο που μετά τον Ζωροάστρη κατέταξε τον Ερμή τον Τρισμέγιστο. Στην συνέχεια ακολουθούσαν ο Ορφέας, ο Πυθαγόρας, ο Αγλαόφημος και τέλος ο Πλάτων. Αυτή τη σειρά της αρχαίας σοφίας δίνει στο έργο του Theologia Platonica[8].
Ο Ficino στο Argumentum, στον πρόλέογο, δηλαδή, της μετάφρασης των ερμητικών που ο ίδιος έδωσε το όνομα Ποιμάνδρης, θεώρησε ότι ο Ερμής ο Τρισμέγιστος δεν ήταν μόνο φιλόσοφος, αλλά μερικές φορές μίλησε και ως προφήτης[9], είδε την καταστροφή της αρχαίας θρησκείας και την απαρχή του Χριστιανισμού, μαζί με τον ερχομό του Χριστού. Έδωσε λοιπόν, το στίγμα του συγκριτιστικού τύπου του Χριστιανού Νεοπλατωνιστή της Αναγέννησης. Αυτός έπρεπε να παραδέχεται ότι ο Ερμής ο Τρισμέγιστος μιλούσε στα έργα του για τον Υιό και Λόγο του Θεού.
Η αντίληψη της τριαδικότητας του θείου είναι πολύ παλιότερη. Από τον Όμηρο.
Πάνω σε αυτό το θεμέλιο στηρίχθηκε όλη η θεωρία της αναγεννησιακής μαγείας. Ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν γίνονταν δεκτή η ταύτιση του Λόγου του Ερμή με το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, όπως στην περίπτωση του περιβόητου Giordano Bruno (1548-1600), του δομινικανού μάγου που κάηκε το 1600 στη Ρώμη, δεν αμφισβητούνταν το κύρος του Ερμή, ως θεολόγου και προφήτη. Τέλος σε αυτή την ψευδαίσθηση έδωσε το 1614 ο Isaac Casaubon, όταν χρονολόγησε τα κείμενα σε μια εποχή που δεν δικαιολογούσε την υποτιθέμενη αρχαιότητα. Έτσι κατέρρευσε το οικοδόμημα της prisca theologia, το οικοδόμημα της ερμητικής-καββαλιστικής αναγεννησιακής μαγείας και το οικοδόμημα του ερμητικού χριστιανισμού της ίδιας περιόδου[10].
Αρκετά βολικό να ξεμπλέκεις με τον Giordano Bruno με τον χαρακτηρισμό «δομινικανός μάγος που κάηκε το 1600 στη Ρώμη», υποτιμώντας έναν άνθρωπο που ήταν φιλόσοφος, μαθηματικός, ποιητής, κοσμολογικός θεωρητικός και ερμητικός αποκρυφιστής. Που είναι ακόμη γνωστός για τις κοσμολογικές του θεωρίες, οι οποίες εννοιολογικά επέκτειναν το τότε αφήγημα του Κοπερνίκιου μοντέλου. Που πρότεινε ότι τα αστέρια ήταν μακρινοί ήλιοι περιτριγυρισμένοι από τους δικούς τους πλανήτες και έθεσε την πιθανότητα αυτοί οι πλανήτες να καλλιεργήσουν τη δική τους ζωή, (μια κοσμολογική θέση γνωστή ως κοσμικός πλουραλισμός) και επέμεινε ότι το σύμπαν είναι άπειρο και δεν θα μπορούσε να έχει κανένα «κέντρο».
Η γλώσσα δεν λέει ψέματα και φανερώνει κρυφούς πόθους και επιθυμίες. Ο συντάκτης του άρθρου φαίνεται ότι θα ήθελε πολύ να κάψει αυτός τον «δομινικανό μάγο».
Αυτά
τα λίγα παρατίθενται προς γνώση των αναγνωστών, ώστε να μπορούν να αναγνωρίσουν
την προέλευση μιας παλιάς, παρωχημένης και αναιρεμένης άποψης και να
διαπιστώσουν τις αποκρυφιστικές ρίζες της.
[1] E. A. Wallis Budge, The
Gods of the Egyptians, London 1904, vol. 1 p. 415
[2] Lactantius, Divinae
Institutiones I.6, αγγλική μετάφραση W. Fletcher, The Works of Lactantius,στη σειρά Ante-Nicene Fathers 21,
Edinburgh 1871, vol. 1 p.15.
[3] Lactantius, De ira Dei XI,
αγγλ. μετ. . Fletcher, vol. 2 p.23.
[4] Λατινικό κείμενο PL 6.461-2, αγγλική μετ.
Fletcher, vol. 1 p. 221. Το ελληνικό απόσπασμα έχει καταχωρηθεί στο Corpus
Hermeticorum vol. 2 p. 304 Η μετάφραση του αποσπάσματος είναι η εξής: «ο
Κύριος και ποιητής των πάντων, των οποίο ορθώς θεωρήσαμε ότι πρέπει ν’
αποκαλούμε Θεό, αφότου έφτιαξε τον δεύτερο Θεό ορατό και αισθητό, [και λέω
αισθητό] όχι γιατί υπάρχει κάτι δικό του που να είναι αισθητό, αλλά γιατί
μπορεί και υποπίπτει στην αίσθηση και το νου. Επειδή λοιπόν, αυτόν έφτιαξε
πρώτον και μοναδικό και έναν, και του φάνηκε ότι είναι όμορφος και εντελώς
πλήρης παντός αγαθού, τον αγίασε και πολύ τον αγάπησε ως δικό του γιο».
[5] Αγ. Αυγουστίνου, De Civitate Dei VIII.23-26.
Χρησιμοποιεί τα αποσπάσματα από το Ασκληπιός 23,24,37, Corpus Hermeticorum
vol.2 pp.325 κ.ε.
[6] Ο Còsimo di Giovanni degli Mèdici (1389-1464) ήταν
ο πάτερφαμίλιας της οικογένειας και πρώτος της δυναστείας άρχοντας της
Βενετίας.
[7] Το χειρόγραφο αυτό βρίσκεται σήμερα στην
Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη (Biblioteca Laurenziana) ως κώδικας Laurentianus LXXI 33
(A).
[8] D. P. Walker, The Prisca
Theologia in France, J. W. C. L. 17 (1954), pp. 204-59.
[9] Στο έργο του De religion Christiana et fidei
pietate (1475-6) θεωρεί ότι ο Ερμής είναι προφήτης όπως και οι Σίβυλλες.
[10] Frances A. Yates,
Giordano Bruno and the Hermetic Tradition, London 1964, p. 398.
[50b] τί ποτ᾽ ἐστί, μακρῷ πρὸς ἀλήθειαν ἀσφαλέστατον εἰπεῖν ὅτι χρυσός, τὸ δὲ τρίγωνον ὅσα τε ἄλλα σχήματα ἐνεγίγνετο, μηδέποτε λέγειν ταῦτα ὡς ὄντα, ἅ γε μεταξὺ τιθεμένου μεταπίπτει, ἀλλ᾽ ἐὰν ἄρα καὶ τὸ τοιοῦτον μετ᾽ ἀσφαλείας ἐθέλῃ δέχεσθαί τινος, ἀγαπᾶν. ὁ αὐτὸς δὴ λόγος καὶ περὶ τῆς τὰ πάντα δεχομένης σώματα φύσεως. ταὐτὸν αὐτὴν ἀεὶ προσρητέον· ἐκ γὰρ τῆς ἑαυτῆς τὸ παράπαν οὐκ ἐξίσταται δυνάμεως –δέχεταί τε γὰρ ἀεὶ τὰ πάντα, καὶ [50c] μορφὴν οὐδεμίαν ποτὲ οὐδενὶ τῶν εἰσιόντων ὁμοίαν εἴληφεν οὐδαμῇ οὐδαμῶς· ἐκμαγεῖον γὰρ φύσει παντὶ κεῖται, κινούμενόν τε καὶ διασχηματιζόμενον ὑπὸ τῶν εἰσιόντων, φαίνεται δὲ δι᾽ ἐκεῖνα ἄλλοτε ἀλλοῖον– τὰ δὲ εἰσιόντα καὶ ἐξιόντα τῶν ὄντων ἀεὶ μιμήματα, τυπωθέντα ἀπ᾽ αὐτῶν τρόπον τινὰ δύσφραστον καὶ θαυμαστόν, ὃν εἰς αὖθις μέτιμεν. ἐν δ᾽ οὖν τῷ παρόντι χρὴ γένη διανοηθῆναι τριττά, τὸ μὲν [50d] γιγνόμενον, τὸ δ᾽ ἐν ᾧ γίγνεται, τὸ δ᾽ ὅθεν ἀφομοιούμενον φύεται τὸ γιγνόμενον. καὶ δὴ καὶ προσεικάσαι πρέπει τὸ μὲν δεχόμενον μητρί, τὸ δ᾽ ὅθεν πατρί, τὴν δὲ μεταξὺ τούτων φύσιν ἐκγόνῳ, νοῆσαί τε ὡς οὐκ ἂν ἄλλως, ἐκτυπώματος ἔσεσθαι μέλλοντος ἰδεῖν ποικίλου πάσας ποικιλίας, τοῦτ᾽ αὐτὸ ἐν ᾧ ἐκτυπούμενον ἐνίσταται γένοιτ᾽ ἂν παρεσκευασμένον εὖ, πλὴν ἄμορφον ὂν ἐκείνων ἁπασῶν τῶν ἰδεῶν ὅσας [50e] μέλλοι δέχεσθαί ποθεν. ὅμοιον γὰρ ὂν τῶν ἐπεισιόντων τινὶ τὰ τῆς ἐναντίας τά τε τῆς τὸ παράπαν ἄλλης φύσεως ὁπότ᾽ ἔλθοι δεχόμενον κακῶς ἂν ἀφομοιοῖ, τὴν αὑτοῦ παρεμφαῖνον ὄψιν. διὸ καὶ πάντων ἐκτὸς εἰδῶν εἶναι χρεὼν τὸ τὰ πάντα ἐκδεξόμενον ἐν αὑτῷ γένη, καθάπερ περὶ τὰ ἀλείμματα ὁπόσα εὐώδη τέχνῃ μηχανῶνται πρῶτον τοῦτ᾽ αὐτὸ ὑπάρχον, ποιοῦσιν ὅτι μάλιστα ἀώδη τὰ δεξόμενα ὑγρὰ τὰς ὀσμάς· ὅσοι τε ἔν τισιν τῶν μαλακῶν σχήματα ἀπομάττειν ἐπιχειροῦσι, τὸ παράπαν σχῆμα οὐδὲν ἔνδηλον ὑπάρχειν ἐῶσι, προομαλύναντες δὲ ὅτι λειότατον ἀπεργάζονται. [51a] ταὐτὸν οὖν καὶ τῷ τὰ τῶν πάντων ἀεί τε ὄντων κατὰ πᾶν ἑαυτοῦ πολλάκις ἀφομοιώματα καλῶς μέλλοντι δέχεσθαι πάντων ἐκτὸς αὐτῷ προσήκει πεφυκέναι τῶν εἰδῶν. διὸ δὴ τὴν τοῦ γεγονότος ὁρατοῦ καὶ πάντως αἰσθητοῦ μητέρα καὶ ὑποδοχὴν μήτε γῆν μήτε ἀέρα μήτε πῦρ μήτε ὕδωρ λέγωμεν, μήτε ὅσα ἐκ τούτων μήτε ἐξ ὧν ταῦτα γέγονεν· ἀλλ᾽ ἀνόρατον εἶδός τι καὶ ἄμορφον, πανδεχές, μεταλαμβάνον [51b] δὲ ἀπορώτατά πῃ τοῦ νοητοῦ καὶ δυσαλωτότατον αὐτὸ λέγοντες οὐ ψευσόμεθα. καθ᾽ ὅσον δ᾽ ἐκ τῶν προειρημένων δυνατὸν ἐφικνεῖσθαι τῆς φύσεως αὐτοῦ, τῇδ᾽ ἄν τις ὀρθότατα λέγοι· πῦρ μὲν ἑκάστοτε αὐτοῦ τὸ πεπυρωμένον μέρος φαίνεσθαι, τὸ δὲ ὑγρανθὲν ὕδωρ, γῆν τε καὶ ἀέρα καθ᾽ ὅσον ἂν μιμήματα τούτων δέχηται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου